ἀβάπτιστον

ἀβάπτιστον
ἀβάπτιστος
not to be dipped
masc/fem acc sg
ἀβάπτιστος
not to be dipped
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβάπτιστος — και φτιστος, η, ο (AM ἀβάπτιστος, ον) [βαπτίζω] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. 1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς 2. άδικος, σκληρός, κακός αρχ. 1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • τρύπανο — το / τρύπανον, ΝΜΑ 1. το τρυπάνι 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον τρυπανισμό οστών και κυρίως για διάτρηση τού κρανίου νεοελλ. τεχνολ. α) δράπανο β) το γεωτρύπανο μσν. αρχ. πολιορκητική μηχανή που, στο Βυζάντιο, χρησίμευε …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԸՆԿՂՄԵԼԻ — ( ) NBH 1 0149 Chronological Sequence: Unknown date ա.մ. ἁβάπτιστον *Ուղիղ եւ անընկղմելի զանձն ապրեցուցանես. Բրս. յուդիտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”